- ξεραστικός
- -ή, -όαυτός που προκαλεί εμετό, που απωθεί κάποιον επειδή τού προκαλεί αηδία, εμμετικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξερασ- τού ξερνώ (πρβλ. αόρ. ξέρασ-α) + κατάλ. -τικός, πρβλ. δροσισ-τικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμετικός — ή, ό 1. που προκαλεί εμετό, ξεραστικός: Εμετικά φάρμακα. 2. το ουδ. ως ουσ., εμετικό φάρμακο που προκαλεί εμετό. 3. μτφ., αηδιαστικός: Εμετικά αστεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)